Ένδοιος

Ένδοιος
(5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος γλύπτης. Ήταν μαθητής του Δαίδαλου, στον οποίο ήταν πολύ πιστός. Ακολούθησε τον δάσκαλό του στην Κρήτη, όταν εκείνος έφυγε από την Αθήνα εξαιτίας ενός ακούσιου φόνου. Ο Παυσανίας αναφέρει ως αξιόλογο έργο του Έ. ένα άγαλμα της Αθηνάς από ελεφαντόδοντο, το οποίο φιλοτέχνησε στην Τεγέα. Το άγαλμα αυτό μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Αύγουστο στη Ρώμη. Στην Αθήνα φιλοτέχνησε άγαλμα της Αθηνάς καθισμένης, το οποίο έφερε επίγραμμα που εξηγεί ότι το παρήγγειλε ο Καλλίας αλλά το κατασκεύασε ο Έ. Άλλο σημαντικό έργο του είναι ένα άγαλμα της Αθηνάς Πολιάδας στη Μικρά Ασία. Ήταν κατασκευασμένο από ξύλο και παρίστανε τη θεά καθισμένη σε θρόνο, έχοντας στο κεφάλι της πόλο (αρχαίο κάλυμμα) και στα χέρια της σύμβολα. Στο εσωτερικό του το άγαλμα ήταν κούφιο, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Έ. προηγήθηκε του Φειδία στην κατασκευή αγαλμάτων αυτού του τύπου. Αξιόλογο έργο του θεωρείται και η Άρτεμη της Εφέσου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἔνδοιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνδοίου — Ἔνδοιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Endoios — Korè assise, généralement reconnue comme l Athéna assise d Endoios, musée de l Acropole d Athènes (no 625) Endoios (en grec ancien Ἔνδοιος / Éndoios) est un sculpteur athénien de la fin du …   Wikipédia en Français

  • СКУЛЬПТУРА, СКУЛЬПТОРЫ — •Sculptores, ваяние, резьба. Пластика, или ваяние, в широком смысле соединилась у эллинов с соответствующими родами ремесла, именно с выделкой деревянных сосудов, которые были вырубаемы топором из большого куска дерева… …   Реальный словарь классических древностей

  • Эндой — (др. греч. Ἔνδοιος; Эндоп)  древнегреческий скульптор и одновременно персонаж древнегреческой мифологии. Ученик Дедала. Последовал за Дедалом на Крит. Утверждали, что его работы статуя Афины в Афинах[1], статуя Афины в Эрифрах[2], статуя… …   Википедия

  • Скульпторы —    • Sculptores,          ваяние, резьба. Пластика, или ваяние, в широком смысле соединилась у эллинов с соответствующими родами ремесла, именно с выделкой деревянных сосудов, которые были вырубаемы топором из большого куска дерева (τεκταίνειν,… …   Реальный словарь классических древностей

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”